- καταιτιασμός
- καταιτι-ασμός, ὁ, = foreg., Vett.Val.2.8 (pl.), al.,A Cat.Cod. Astr.2.161 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταιτιασμός — καταιτιασμός, ὁ (Α) [καταιτιώμαι] η κατηγορία … Dictionary of Greek
καταιτιασμοῖς — καταιτιασμός Cat.Cod. Astr. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιτιασμοῦ — καταιτιασμός Cat.Cod. Astr. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιτιασμούς — καταιτιασμός Cat.Cod. Astr. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιτιασμῶν — καταιτιασμός Cat.Cod. Astr. masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)